- αμφιδέξιος
- -α, -ο (Α ἀμφιδέξιος, -ον)ο ικανός να χρησιμοποιεί και τα δυο του χέρια, επιδέξιος (πρβλ. αμφαρίστερος)αρχ.1. ο πρόθυμος να πάρει κάτι και με τα δυο του χέρια, δηλ. ο έτοιμος να πάρει είτε το ένα είτε το άλλο μεταξύ δύο πραγμάτων, ο αδιάφορος2. αμφίβολος, διφορούμενος, ασαφής3. αυτός που γίνεται και με τα δύο χέρια συγχρόνως4. αμφίστομος, δίκοπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι-* + -δέξιος < δεξιός].
Dictionary of Greek. 2013.